τρυγόνος

τρυγόνος
τρῡγόνος , τρυγών
turtle-dove
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τρυγόνος — Τρυγών turtle dove masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • τρυγόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας. * * * η / τρυγών, όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν 1. το πτηνό τρυγόνι 2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού… …   Dictionary of Greek

  • Μαλακασίου, δήμος — Νέος δήμος (2.090 κάτ.) του νομού Τρικάλων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κορυδαλλού, Μαλακασίου, Παναγίας, Πεύκης και Τρυγόνος, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Παναγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”